- χρηστός
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου.
* * *-ή, -ό / χρηστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρειστός, -ή, -όν, Ααυτός που είναι σύμφωνος με τους κανόνες τού ορθού και τού πρέποντος, ενάρετος, ηθικός, τίμιοςνεοελλ.φρ. «χρηστά ήθη»(νομ.) το σύνολο τών βάσει τού νόμου αξιόλογων θεμιτών τρόπων συμπεριφοράς τού μέσου κοινωνικού ανθρώπουαρχ.1. (για πράγμ.) χρήσιμος, ωφέλιμος2. (για τρόφιμα) α) υγιεινόςβ) ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος3. (για θύματα και οιωνούς) αυτός που προμηνύει ευτυχία, αίσιος4. αυτός που φέρει αποτέλεσμα, είτε θετικό είτε αρνητικό («ὡς φιλήσω... δήγματι χρηστῷ χωλὴν αὐτῷ ἐποίησα τὴν χεῑρα», Λουκιαν.)5. ιαματικός6. (για πρόσ.) α) (κυρίως σχετικά με πολεμική δραστηριότητα) ανδρείος, γενναίοςβ) επωφελής για την πατρίδα τουγ) πράος, ήπιοςδ) ευγενικόςε) (με αρνητική σημ.) ευήθης, ανόητοςστ) (κατ' ευφημ.) νεκρός7. (για θεό) φιλεύσπλαγχνος, ελεήμων8. (για άνδρα) ικανός για ερωτική συνεύρεση9. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιείται10. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρηστοία) αυτοί που έχουν ευγενική καταγωγή, ευπατρίδεςβ) (κατά τον Ησύχ.) «καταδεδικασμένοι»11. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστάα) ευχάριστο τέλος, ευτυχής έκβασηβ) συνεκδ. ευτυχία12. φρ. α) «λῡπαι χρησταί» — λυπηρά γεγονότα που έχουν θετικό αποτέλεσμα (Πλάτ.)β) «ποιεῑν χρηστόν» — φονεύω (Αριστοτ.)γ) «ἡ χρηστὴ μέλιττα» — η εργάτρια, σε αντιδιαστολή προς τον κηφήνα (Αριστοτ.).επίρρ...χρηστώς / χρηστῶς, ΝΜΑ, και χρηστά Νμε χρηστό τρόποαρχ.όπως πρέπει, με ορθό τρόπο («καὶ διοικεῑ τὰ πάντα χρηστῶς», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τός* τών ρηματ. επιθ., και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-. Η αρχική σημ. τής λ. «αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί» εξελίχθηκε στη σημ. «άριστος, γενναίος», ενώ για τη σημ. «σκοτώνω» βλ. λ. χρή].
Dictionary of Greek. 2013.